ξενυχτίζω

ξενυχτίζω
1. μετ. не давать спать (кому-л.);
2. αμετ. , проводить ночь без сна, не спать ночью, бодрствовать (тж. из-за работы); полуночничать (разг );

ξενυχτίσαμε στο γλέντι τού φίλου μου — мы веселились всю ночь у моего друга


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξενυχτίζω" в других словарях:

  • ξενυχτίζω — βλ. ξενυχτώ …   Dictionary of Greek

  • ξενυχτίζω — ξενύχτισα, και ξενυχτώ ξενύχτησα, ξενυχτισμένος 1. αμτβ., περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυχτερεύω: Ξενυχτούσε για να διαβάζει. 2. μτβ., κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος όλη τη νύχτα: Με ξενύχτησαν με τα τραγούδια τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενυχτώ — άω και ξενυχτίζω 1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω 2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες 3. εργάζομαι μέχρι το πρωί 4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε») 5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ξενύχτισμα — το [ξενυχτίζω] διανυκτέρευση, ξενύχτι …   Dictionary of Greek

  • ξενυχτάω — (σπάν. ξενυχτώ), ξενύχτησα, ξενυχτισμένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ξενυχτάω : ο τύπος ξενυχτίζω δε συνηθίζεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»